- ταυτοφανής
- -ές, ΜΑαυτός που παρουσιάζει φαινομενική ταυτότητα με άλλον, αυτός που εμφανίζεται ως ίδιος με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < ταὐτ(ο)- / ταυτ(ο)-* + -φανής (< θ. φαν- τού φαίνομαι, πρβλ. αόρ. β' ἐ-φάν-ην), πρβλ. πρωτο-φανής].
Dictionary of Greek. 2013.